εξέπεσα
Смотреть что такое "εξέπεσα" в других словарях:
ἐξέπεσα — ἐκ ἐφέζομαι sit upon aor ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) ἐκ ἐπιέννυμι put on besides aor ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκπίπτω — εκπίπτω, εξέπεσα βλ. πίν. 141 Σημειώσεις: εκπίπτω : μόνο ως αμετάβατο, π.χ. οι φόροι εκπίπτουν. Η χρησιμοποίηση του ρ. ως μεταβατικού (εκπίπτω κάτι) είναι λαθεμένη … Τα ρήματα της νέας ελληνικής